μνησιχολώ

μνησιχολώ
μνησιχολῶ, -έω (Α)
μνησικακώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + -χολῶ (< -χολος < χολή), πρβλ. ακρο-χολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”